Η ιστορία του Καραγκιόζη

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ

του Αναστασίου Κούζη – Κούζαρου, Καλλιτέχνη Θεάτρου Σκιών, Φιλολόγου

Τα «Απομνημονεύματα» ως πηγές αξιόπιστων ιστορικών πληροφοριών είναι γνωστό ότι έχουν δευτερεύουσα αξία εξ αιτίας του υποκειμενικού  και μεροληπτικού τους χαρακτήρα. Γι’ αυτό και οι ιστορικοί στην ερευνητική τους προσπάθεια να επανασυνθέσουν όσο πιο αντικειμενικά γίνεται το λησμονημένο παρελθόν τα χρησιμοποιούν με φειδώ και μόνο, όταν διασταυρώσουν ή τεκμηριώσουν τις πληροφορίες, που αυτά παρέχουν, κι απ’ άλλες πηγές.

Όσον αφορά, μάλιστα, την έρευνα για την καταγραφή και τεκμηρίωση πτυχών της Ιστορίας του Νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών το ενδιαφέρον για τα «Απομνημονεύματα» ως σπάνια και εν πολλοίς μοναδική πηγή πληροφοριών αναθερμάνθηκε μετά την εξαιρετικά επιμελημένη επανέκδοση «των Απομνιμονεμάτων» του Σωτήρη Σπαθάρη από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το 2020.

Βασικό, βέβαια, πρόβλημα για την Ιστορική καταγραφή των περιπετειών του Πρωταγωνιστή «των Απομνιμονεμάτων» παραμένει τόσο η τεκμηρίωση των επί μέρους περιστατικών που αφηγείται, όσο και η ακριβέστερη ένταξή τους στον Άξονα του Χρόνου.

Ένα τέτοιο παράδειγμα τεκμηρίωσης και σαφέστερης χρονολογικής ένταξης βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση  να μοιραστούμε μαζί σας, ως οφειλόμενο εκ μέρους μας  ελάχιστο φόρο τιμής στον αείμνηστο Καλλιτέχνη, που πατρικά φιλοξένησε στη σκηνή του το 1925 τον τότε «μικρό βοηθό του και κατόπιν άριστο Καραγκιοζοπαίχτη Σπύρο Κούζαρο»:

Στο κεφάλαιο, λοιπόν, «ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ» ο Μπάρμπα Σωτήρης μας αφηγείται ένα δραματικό γεγονός, που χρονικά το τοποθετεί το 1924, και αναφέρεται στο βαρύτατο τραυματισμό ενός βοηθού του από μια κουμπουριά!

Η κουμπούρα, μονόβολη ή διμούτσουνη, γεμισμένη μόνο με μαύρη πυρίτιδα, που πουλούσαν ακόμη και τα μπακάλικα παλαιότερα, αποτελούσε το βασικό «εργαλείο» για τα «ηχητικά εφέ» τόσο των ηθοποιών κατά τις δραματικές κορυφώσεις των παραστάσεων, όσο και των κουκλοπαικτών, αλλά και των  Καραγκιοζοπαικτών, αφού οι παραστάσεις τους έβριθαν από πυροβολισμούς, που δεν άφηναν να κοιμηθούν τους ατυχείς περιοίκους των θεατριδίων, κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, προκαλώντας συχνά την επέμβαση της Αστυνομίας. Οι κουμπουριές σηματοδοτούσαν ακόμη και την έναρξη ή τη λήξη των απογευματινών και βραδινών παραστάσεων. Όμως, η κουμπούρα ήταν και μέσο αυτοπροστασίας του Καραγκιοζοπαίκτη και αποτροπής  κάθε αναπάντεχου κινδύνου!

Έτσι, κι ο Σπαθάρης το καλοκαίρι του 1924, θέλοντας να αποτρέψει το ενδεχόμενο οι Μάγκες της Κηφισιάς να παρεισφρήσουν στην προσωπική του ζωή και να τον προσβάλουν σ’ ένα από τα ραντεβού του με την όμορφη αγαπητικιά του Τασία στα πεύκα της Μαγκουφάνας, έπαιρνε μαζί του την κουμπούρα που έριχνε στον Καραγκιόζη και αντί για σφαιρίδια έβαζε πέτρες και όταν γυρνούσε την άδειαζε. Αλλά ο Διάβολος έβαλε το ποδάρι του και συνέβη το κακό:

«…Ένα παιδί που μόλις έβλεπε ήτανε ο μουσικός του καραγκιόζη, γιατί έπαιζε γκραγκάσα και ταμπούρλο, τα τζαζ-μπάν. Τον ελέγανε Γιώργο Μπάμπακα και εκοιμότανε κι αυτός εις την σκηνή του καραγκιόζη, παρέα με το βοηθό μου Σπύρο. Ο Μπάμπακας ήτανε της εμπιστοσύνης μου, γιατί εδούλευε μαζί μου χρόνια. Μια μέρα, αφού γύρισα από την Μαγκουφάνα και ο Σγουρός (ο θεατρώνης σ.σ) μέσα στην μπύρα μού μίλαγε για τη δουλειά μας, ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος της κουμπούρας. Εγώ, σαν άκουσα τον κρότο, κατάλαβα πως η αιτία του κακού ήμανε εγώ, γιατί ξέχασα να την αδειάσω.

Όταν επήγαμε εκεί είδαμε το Σπύρο ξαπλωμένο στο χώμα, βουτημένο στο αίμα, ενώ ο Μπάμπακας έκλαιγε. Τι είχε γίνει; οι δύο μικροί κάθε μέρα αφού παίζανε, το παιχνίδι τους ήτανε η εχτεσινή παράσταση. Ο Σπύρος, αφού πήρε στα χέρια του την κουμπούρα, λέει εις τον Μπάμπακα: Εσύ είσαι ο Βεληγκέκας και εγώ ο Κατσαντώνης. Κι αφού πηδάει μπροστά του τού λέει: Στον τόπο, ωρέ Βεληγκέκα! Εγώ σε είχα γράψει στα κιτάπια των παλληκαριών, αλλά τώρα, που μού ’κανες αυτή τη μπαμπεσιά και μού πήρες τη γυναίκα, σε ξεγράφω και δέξου το βόλι. Και με το στόμα του κάνει: Μπάμ! Τότε ο Μπάμπακας τού λέει: Για φέρε εδώ την κουμπούρα, γιατί δεν το παίζεις καλά. Και ενώ ο στραβός Μπάμπακας παίρνει την κουμπούρα, σηκώνει τον κόκκορα. Αφού τραβάει τη σκανδάλη, τού λέει: Να, ωρέ παλιόσκυλο! Κι έτσι οι πέτρες της κουμπούρας εκαρφωθήκανε στο κούτελο του Σπύρου, γι’ αυτό εσωριάστηκε στο χώμα.

Αμέσως εγώ και ο τώρα βοηθός μου, το Τουρκάκι, που βαστάγαμε στα χέρια μας το κτυπημένο, και ο αστυνόμος Πετράκης, με ένα ταξί τον πάμε στο Πολιτικό Νοσοκομείο. Στο δρόμο του έλεγα να πει πως αυτός μόνος του γιόμισε την κουμπούρα με πέτρες. Αν πεις πως τη γιόμισα εγώ, θα πάω φυλακή και τότες δε θα πάμε στην Αίγυπτο….».

Η συστηματική αναδίφησή μας στον ημερήσιο τύπο του 1924 μάς επέτρεψε να εντοπίσουμε δύο μικρά δημοσιεύματα, θαμμένα στο πλήθος των ειδήσεων, τα οποία όχι μόνο πιστοποιούν το γεγονός και με ακρίβεια το εντάσσουν στον Χρονικό Άξονα, αλλά αποκαλύπτουν και την Ταυτότητα των δύο μικρών Πρωταγωνιστών, «του θύτη» και «του θύματος»:

H εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στο υπ’ αριθμόν 279 φύλλο της, την Πέμπτη 28 Αυγούστου 1924 και στην 6η σελίδα της γράφει:

                    AΛΗΘΙΝΟΝ ΔΡΑΜΑ ΣΤΟΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ

«Ο Γ. Λαζάμου, οργανοπαίκτης παίζων εις τον εν Κηφισσιά Καραγκιόζην και πυροβολήσας εις μίαν στιγμήν ετραυμάτισεν θανασίμως εις την κεφαλήν τον 15ετή βοηθόν του Καραγκιοζοπαίκτου Σ. Χατίρην. Ο δράστης συνελήφθη, ο δε τραυματίας μετεφέρθη εις το Π. Νοσοκομείον».

Την επομένη, την εσπέρα της Παρασκευής 29ης Αυγούστου 1924 η εφημερίδα «ΕθΝΟΣ», στο υπ’ αριθμόν 3574 φύλλο της δημοσίευσε το εξής:

                                       ΣΚΗΝΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

« Ένας Καραγκιοζοπαίκτης  παριστάνων εις την Κηφισίαν, αντί να πυροβολήση κατά ανδρεικέλου άδειασε το πιστόλι εναντίον του βοηθού του και τον ετραυμάτισεν εις την κεφαλήν. Δεν εφανταζόμεθα, ότι ο Καραγκιόζης παρουσιάζει τόσην σκηνικήν αλήθειαν, ώστε τα πιστόλια, που μεταχειρίζεται να είνε ικανά να τραυματίσουν. Και όμως εις τα μεγάλα θέατρα τα πιστόλια γεμίζονται μόνον με μπαρούτι. Αλλ’ ο Καραγκιόζης δεν θέλει να εκτεθή εις την κωμικότητα της αφλογιστίας, αντιπροσωπεύων το μόνον γνήσιον νεοελληνικόν θέατρον μένει πιστός εις τας ηρωϊκάς πολυκρότους παραδόσεις της φυλής….»

Από τα δύο δημοσιεύματα συνάγονται τα εξής:

  1. Ο οργανοπαίκτης του Σπαθάρη ονομαζόταν Γεώργιος Λαζάμου. Το Μπάμπακας μάλλον ήταν το παρωνύμι, το παρατσούκλι του. Ηλικιακά ήταν λίγο μεγαλύτερος από τον τραυματία βοηθό.
  2. Ο βοηθός ονομαζόταν Σπυρίδων Χατίρης και ήταν 15ετών.
  3. Το «ΕΘΝΟΣ» απέδωσε τον τραυματισμό στον Καραγκιοζοπαίκτη κατά την στιγμή της θανάτωσης του Βεληγκέκα από τον Κατσαντώνη, στην ομώνυμη παράσταση. Όμως, κατά την αφήγηση του Σπαθάρη: «…Με την ανάκριση που έδωσε ο Σπύρος, εγώ και ο Μπάμπακας  αφηθήκαμε ελεύθεροι κι αρχίσαμε πάλι να παίζουμε στου Σγουρού…».
  4. Η παράσταση «ο θάνατος του Βεληγκέκα» με βάση τα δημοσιεύματα πρέπει να δόθηκε, το λογικότερο, την Τετάρτη 27η Αυγούστου 1924, ανήμερα δηλαδή του Αγίου Φανουρίου, που από το 1925 καθιερώθηκε ως ο Προστάτης των Καραγκιοζοπαικτών

Το ανωτέρω δεδομένο μάς επιτρέπει πλέον με ασφάλεια να υποστηρίξουμε πως η Λεζάντα: «ΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΚΤΩΝ ΤΟ 1924», που υπογράφεται στην περιβόητη και μοναδική φωτογραφία του Σωματείου των Καραγκιοζοπαικτών, όπου εικονίζεται και ο Σωτήρης Σπαθάρης με τη σύζυγό του και το παιδί τους, και δημοσιεύθηκε μεταξύ των σελίδων 160-161 του βιβλίου «απομνημονεύματα και η τέχνη του καραγκιόζη» των εκδόσεων Βέργος, β΄ έκδοση, το 1976 είναι εσφαλμένη και ως προς την χρονολογία, 1924, αλλά και ως προς την ημερομηνία 27η Αυγούστου, του Αγίου Φανουρίου, που θρυλείται ότι τραβήχτηκε!

Αλλά για αυτή την Ιστορική Φωτογραφία θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε σε επόμενο δημοσίευμά μας.

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΕΠΙΣΗΣ...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *