Είναι συνήθεια παλιά η μνημόνευση του κάθε τεθνεώτος, για λόγους τυπικούς, να τελείται την ημέρα της αποδημίας του, λες και μπορεί να χωρέσει μέσα στις διάρκειας λίγων λεπτών της ώρας «Επιμνημόσυνες δεήσεις», ή και σε ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, η θύμηση της ζωής και της δράσης του.
Όμως, αυτή η θύμηση σταδιακά «θεριεύει» ημέρες πριν την «επέτειο» του αποχωρισμού, αποδιώχνοντας τη λησμονιά, και παραμένει ενεργή ημέρες μετά, πυροδοτώντας στη συνείδηση των αγαπημένων, των φίλων και των συγγενών τη γλυκιά ανάμνηση του προσφιλούς προσώπου, που τους συντροφεύει ανεπαίσθητα σ’ όλη τη διάρκεια του ετήσιου κύκλου.
Έτσι κι εμείς υπακούοντας στον παραπάνω «μηχανισμό» αυτές τις ημέρες του Αυγούστου, πέρα από ημερομηνίες και «ορόσημα», ανακαλούμε τη στοργική «Σκιά» του αλησμόνητου Μάστορα, Πατέρα και Παππού, του πάλαι ποτέ Καραγκιοζοπαίκτου των Αθηνών Σπύρου Κούζαρου.
Η αλεξίκακη «Σκιά» του Κούζαρου, τριανταδύο χρόνια μετά το θάνατό του, όχι μόνο δεν ξεθωριάζει, αλλά ζωηρή όσο ποτέ, εξακολουθεί να παίζει, πίσω από τον ολόφωτο από το ανέσπερο φως «μεταφυσικό μπερντέ», τις «αλλιώτικες» παραστάσεις του, όμοιες μ’ αυτές που θεάτριζε το κοινό του επί γης: «τα κανδηλάκια του Άδου», «το Τελώνειο της Κολάσεως και ο καπετάν Νικοτσάρας», «ο Μετανοημένος Αρχιληστής», «ο Άϊ Δημήτρης ο Λουμπαρδιάρης», «ο Απαγχονισμός του Κυπριανού της Κύπρου», «ο Οιδίπους Τύραννος», «ο Τρωϊκός Πόλεμος», «οι Δώδεκα Άθλοι του Ηρακλέους», «Ο Μητρομάρας, ο ήρωας του Μενιδίου 1770-71», «ο Ελευθερωτής των Αθηνών καπετάν Μελέτης Βασιλείου, ο ήρωας της Χασιάς», «ο Μπουρλοτιέρης Κανάρης και η ανατίναξη της Τουρκικής Ναυαρχίδας», «ο Καπετάν Γαρέφης», «το Σαμποτάζ στου Μαλτσινιώτη», «ο Άρχων Ροδοσίμας», «οι Επτά Μακκαβαίοι Αδελφοί και ο Αντίοχος ο Μακεδών», «Ιουδήθ και Ολοφέρνης»….και τόσα και τόσα και τόσα άλλα….!!!
Με τα έργα του ο Κούζαρος καλούσε τους θεατές του να ενστερνιστούν τις απαράμιλλες αξίες της Ελευθερίας, της αυταπάρνησης και αυτοθυσίας… «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία», της αγάπης και του σεβασμού προς τους αδυνάτους, του ειλικρινούς έρωτα για τη γυναίκα, της έμφυτης στοργής για τα παιδιά, της αταλάντευτης αποφασιστικότητας και της άκαμπτης τόλμης μπροστά στον κάθε πανίσχυρο εχθρό, της υπέρτατης αρετής του Έλληνα, της «Ανδρείας», που ξεχείλιζε απ’ τα στήθη του Αθανασίου Διάκου, όταν βροντοφώναζε προς τον Ομέρ Βρυώνη: «….Ο Έλληνας την Πίστη του ποτέ του δεν αρνείται και τώρα σου ορκίζομαι στην πίστη μου επάνω πως Έλλην εγεννήθηκα και Έλλην θα πεθάνω…»!
Ο Σπύρος Κούζαρος, συνοδοιπόρος των «ξυπόλητων και πεινασμένων» της εποχής του, τους ανέδειξε ως τους πραγματικούς ήρωες της ζωής μέσα από τις φιγούρες των Σκιών, να αντιπαλεύουν με το κάθε «Θεριό» και να το νικούν! «Ο Επαίτης», «η Πτωχή Μαρία», «η Γενοβέφα», «ο Γιάννης Άϊ-γιάννης», «ο Καμπούρης», «η Ορφανή», «η φιλόστοργη Μητέρα»…… Κι αυτό το έκανε, γιατί τη «Σωτηρία» δεν την περίμενε, από τον κάθε αυτοπροβαλλόμενο ως «σωτήρα», εξ άλλου γι’ αυτούς επαναλάμβανε το «…Μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστιν σωτηρία…». Αντιθέτως, είχε όλες του τις ελπίδες αποθέσει στον «μη αναμενόμενο», τον άσημο, τον παρακατιανό, τον πτωχό…, που κυκλοφορεί ανάμεσά μας μη γνωρίζοντας τον «ήρωα» που κρύβει στην ψυχή του και που αναδύεται πάντα πυροδοτημένος από την πίεση των κρισίμων στιγμών της Ζωής και της Ιστορίας!
Από μικρό παιδί κι ως τα γεράματά του ο Μπάρμπα-Σπύρος, έχοντας στα τρίσβαθα της ψυχής του ζυμώσει τα έμφυτα χαρίσματά του αξεδιάλυτα με: τη «λαϊκή σπιρτάδα και το Άττικόν άλας» του αξεπέραστου Δημήτρη Μανωλόπουλου, την «αστική ευγένεια και έμφυτη εξυπνάδα» του μεγάλου Αντώνη Μόλλα και το «νεωτεριστικό πνεύμα και απαράμιλλη ευφυΐα» του Ντίνου Θεοδωρόπουλου, του Αμερικάνου, κατόρθωσε να διαπλάσει το δικό του εντελώς πρωτότυπο «Καλλιτεχνικό ήθος και ύφος», τη δική του ξεχωριστή «Σκιά», και να αναδειχθεί σε διαχρονικής αξίας Καραγκιοζοπαίκτη!
Υπό τη σκέπη της μοναδικής σε αξία και σημασία δημιουργικής «Σκιάς» του κυρ- Σπύρου το «Εργαστήριο Σκιών Κούζαρος» θα εξακολουθήσει να πορεύεται στο χρόνο εμπνεόμενο από τις καλλιτεχνικές αξίες, που του εκληροδότησε, και τα οράματά του!
Αναστάσιος Σπυρίδωνος Κούζαρος.