The story of Karagiozis

ΚΟΥΖΑΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ!

Το Σάββατο 13η Αυγούστου 2022 συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από την «αποδημία» του σπουδαίου Καραγκιοζοπαίκτη των Αθηνών και ξεχωριστού λαϊκού ζωγράφου Σπύρου Κούζαρου.

Το «Εργαστήριο Σκιών Κούζαρος», αποτίοντας τον ελάχιστο «φόρο τιμής» στον Πατέρα, Παππού, Προπάππου και πάνω απ’ όλα Δάσκαλο όλου του καλλιτεχνικού φάσματος του Θεάτρου Σκιών, δημοσιεύει λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του, «για να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να μάθουν οι νεώτεροι»:

ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΥΖΑΡΟΣ 1913-1992  – ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Σπυρίδων Κούζης γεννήθηκε στο Κολωνάκι στην Αθήνα το 1913. Γοητευμένος από τον Καραγκιόζη, που τότε στην Αθήνα γνώριζε ημέρες δόξας, ήδη σε ηλικία δέκα ετών διέθετε τις πρώτες δικές του φιγούρες, ένα Μάρκο Μπότσαρη και ένα εντυπωσιακό Φίδι, που επεδείκνυε στα παιχνίδια του στο «γύρο της Ακροπόλεως», προκαλώντας τον θαυμασμό των περιοίκων.

Το 1925, δώδεκα- δεκατριών ετών, ήδη ζωγραφίζει τις ρεκλάμες του Αντώνη Μόλλα, που έπαιζε στο «υπόγειο του Γαληνέα» στην οδό Αθηνάς και είναι ο αγαπημένος και έμπιστος μικρός βοηθός του Σωτήρη Σπαθάρη στο «Θέατρο Ρεκόρ» της οδού Αχαρνών. Διακρίνεται, επίσης, ως βοηθός του Δημήτρη Μανωλόπουλου στο Μεταξουργείο, αλλά και ως μοναδικός στην ζωγραφική απόδοση των δερμάτινων φιγουρών του υπό την καθοδήγηση και εποπτεία του σπουδαίου ζωγράφου του Θεάτρου Σκιών Ιωάννη Βυζανιάρη ή Διπλάρη. Ο Κούζαρος ανήκει σ’ αυτή την ομάδα των Καραγκιοζοπαικτών, οι οποίοι «…από πολύ μικρά παιδιά μπασμένοι στα μεράκια της τέχνης μας, ρουφούσαν σαν βοηθοί και σαν θεατές τους καλούς παλιούς τεχνίτες, ανεξάρτητα σχολής   (Αθηναϊκής – Πατρινής), και δώσανε ο καθένας τους δικό του Καραγκιόζη, με έντονη την προσωπική τους σφραγίδα…»   (ΟΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΣ, Σύγχρονη Εποχή, 2002,σελ.173). Αυτή ήταν η «Μικρή Συντροφιά», που αποτελούσαν οι Κεράδες, γιατί πουλούσαν κερί για να επιβιώσουν στις Αθηναϊκές γειτονιές, ο Μανώλαρος, ο Μιχόπουλος, ο Περίχαρος και φυσικά ο Κούζαρος, όπως μαρτυρεί ο Μίμης ο Μόλλας.

Εκείνο τον καιρό ο Κούζαρος δίνει και την πρώτη του παράσταση, «τον Γέρο-Δράκο το Σουλιώτη», μαζί με το Μανώλη το Μανώλαρο, στην αυλή του παπλωματάδικου της κυρά Λεωνίδαινας στην οδό Καλαμιώτου, στην Καπνικαρέα. Το 1927 ενθουσιάζεται με τις καλοκαιρινές παραστάσεις στη Δεξαμενή του εκ Θεσσαλονίκης προσκληθέντος Χαριλάου Πετροπούλου, του ασυναγώνιστου μαθητή του Μέμου και εξαιρετικού ζωγράφου. Την επόμενη χρονιά συνεργάζεται με τον Διονύσιο Πάτρα και τραγουδιστή τον Σπύρο Τσίτα στο «Θέατρο Πολυθέαμα» του κου Φιλίππου από τη Βόρεια Ήπειρο, τέρμα Σεπολίων. Εκεί πρωτοπαίχτηκαν διασκευασμένες για το Θέατρο Σκιών «η Γκόλφω» και «η Γενοβέφα», έδωσαν δε τις εξετάσεις τους και συμμετείχαν σε πολλές παραστάσεις με σπαρταριστά στιγμιότυπα οι: Εμμανουήλ Μαντζουράνης, Φρίξος Γαζεπίδης, Παναγιώτης Μιχόπουλος, Αργύρης Θούγας, Ηρακλής Αϊβανόπουλος, Μάνθος Αντάρας. Την ίδια χρονιά κινδύνευσε η ζωή του, καθώς προσβλήθηκε από το Δάγκειο Πυρετό. Στο ρεπερτόριό του, μετά το θάνατο του σπουδαιότατου Ανδρεικελλοπαίκτη Χρήστου Κονιτσιώτη το 1929, προστίθεται και το Κουκλοθέατρο, τόσο κατά την περίοδο των Απόκρεω, όσο και στη διάρκεια των παραστάσεων σε μόνιμα θέατρα. Κουκλοθέατρο πρωτοπαίξανε μαζί με τον αδελφικό του φίλο Ανδρέα Νικητόπουλο.

Το 1930 θα εμφανιστεί στην Ομόνοια στο Θέατρο του Γιάννη Μουστάκα, του συγγραφέα έργων του Καραγκιόζη, ενώ το ’33 θα ανταγωνιστεί έξι Καραγκιοζοπαίκτες, ανάμεσά τους και ο γέρο-Νικόλαος Ξυδιάς, στην Καλογρέζα, παρουσιάζοντας τις δερμάτινες φιγούρες του Αντώνη Μόλλα, που ο ίδιος του είχε ζωγραφίσει, αφού, κατά τον κυρ-Αντώνη «ο Σπυρέτος ήταν καλός πινελλαδόρος»! Στην Κηφισιά, στον Πλάτανο, στο «Θέατρο Ντάκα», το 1934 μαζί με τον Μανώλαρο, θα δώσουν με μεγάλη επιτυχία την «Κακούργα Νενέ», δηλαδή τα «Επτά Θηρία», συναγωνιζόμενοι τους Μάρκο Ξάνθο και Σωτήρη Σπαθάρη, που παρουσίαζαν στη «μάντρα του Παρδάλη»,  την «Κακούργα Πεθερά», δηλαδή το «έγκλημα του Αθανασόπουλου», που είχε συνταράξει την Αθήνα και εκείνη τη χρονιά βγήκε και η απόφαση για τους ενόχους.

Το καλοκαίρι του 1934 αποτελεί σταθμό για την καλλιτεχνική πορεία του Κούζαρου, καθώς κατέστη ο καλύτερος βοηθός του Ντίνου του Θεοδωρόπουλου, του Αμερικάνου, με τις εντυπωσιακές έγχρωμες φιγούρες «από διαφανή ουσία». Ο Ντίνος από αρχές Μαΐου έως μέσα Ιουνίου του ‘34 έδωσε  παραστάσεις στο «Θέατρο Λυρικόν», στο Πασσαλιμάνι,  και κοντά του ο Κούζαρος έμαθε πολλές νέες παραστάσεις, όπως τον «Κόκκινο Διάβολο», την «Κρεμάλα του Πατριάρχου» και τόσες άλλες! Μετά την τελειοποίησή του κοντά στον Ντίνο, που αναγνώριζε ως τον ένα από τους δύο δασκάλους του, μαζί με τους Παντελή και Ευστράτιο Μελίδη και με δικές του φιγούρες και σκηνικά, παρουσιάζεται «ο Απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’» στο «Θέατρο Σταμόπουλου» στο Μικρό Ζάππειο. Τη μεγαλειώδη αυτή παράσταση παρακολούθησε η περίφημη τραγωδός και λάτρης του Καραγκιόζη Μαρίκα Κοτοπούλη, κάνοντας εγκωμιαστικά σχόλια. Ακολούθως, το 1935-1936 θα υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, δίνοντας και παραστάσεις στο «Πολυθέαμα», στα Σεπόλια και στο «Θέατρο Χρυσού», στη Γούβα. Το Μάρτη του ’37 γράφεται στο «ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΚΤΩΝ», το οποίο και θα υπηρετήσει με συνέπεια απ’ όποια θέση ευθύνης του εμπιστεύθηκαν με τη ψήφο τους οι συνάδελφοί του και κυρίως ως Γενικός Γραμματέας. Κορύφωση για τον Κούζαρο αποτελεί η πρόσκλησή του τον Αύγουστο του 1937 στη Θήβα από το θεατρώνη Κώστα Θαλασσινό, για να αναπληρωθεί το κενό μετά την αποχώρηση του μεγάλου Ελευθερίου Κελλαρινόπουλου, επικειμένης της ετήσιας μεγάλης εμποροπανηγύρεως.

Ο Κούζαρος με τη σύμπραξη του καθηγητού Ιωάννου Μπομποτίνου, του άλλου μεγάλου δασκάλου του, του Αργύρη Θούγα και του τραγουδιστή Δεριζιώτη, θα δώσει για πρώτη φορά παρά την Καδμεία, το εκεί από το 1934 Μουσείο και επί της οδού Πινδάρου, το δράμα «ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ και ο Καραγκιόζης διαλαλητής», πραγματοποιώντας επί επτά ημέρες εισπρακτικό θρίαμβο. Στη Θήβα, Λιβαδειά και Ορχομενό θα παίζει εκ διαλειμμάτων για 18 καλοκαίρια! Η κήρυξη του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου θα τον βρει εργαζόμενο στο «Θέατρο Σελήνη» επί της Λιοσίων, στη στάση Δαμβέργη. Θα επιστρατευθεί και θα μετέχει στον Αγώνα μέχρι τη συνθηκολόγηση. Η παράσταση «ο Γάμος του Ντούτσε» θα σημαδέψει την υπηρεσία του στο Στρατηγείο στα Ιωάννινα. Κατά την οπισθοχώρηση, κινδυνεύοντας δύο φορές η ζωή του απ’ τους Γερμανούς, θα διαβεί  τη χιονισμένη Κατάρα, φθάνοντας με τα πόδια στην Αθήνα. Ο Κούζαρος θα φέρει ως «Παράσημο» τα κρυοπαγήματα απ’ την Αλβανία στο αριστερό του πόδι, που όμως του στοίχισαν τόσο στην υγεία του, όσο και στην κοπιαστική καλλιτεχνική του πορεία μετά τον Πόλεμο. Στη διάρκεια της Κατοχής θα δώσει τον προσωπικό του αγώνα επιβίωσης με τον Καραγκιόζη του, δίνοντας παραστάσεις στους Αγίους Αναργύρους, στις Αχαρνές, τη Λιοσίων, τον Ταύρο, τα Κάτω Πετράλωνα, τον κινηματογράφο «Ηλέκτρα» στην Πατησίων. Ορόσημο η παράσταση του 1943 «η Γερόντισσα και ο Καραγκιόζης κρεμασμένος», όταν οι Γερμανοί κρέμασαν τους Μαυραγορίτες Λαδάδες στην Πλατεία Αγάμων.

Κάθ’ ένα απ’ τα χρόνια που ακολούθησαν την Απελευθέρωση έστηνε ο Κούζαρος τη σκηνή του σ’ όλους τους συνοικισμούς, τις συνοικίες, τις γειτονιές της Αθήνας, μα και στα περίχωρα σ΄ όλη την Αττική. Πλατείες, καφενεία, θερινοί και καλοκαιρινοί κινηματογράφοι, μάντρες που μετέτρεπε εκ θεμελίων σε αυτοσχέδια θέατρα γέμιζαν από κόσμο, που παρακολουθούσε άλλοτε με συγκίνηση και αγωνία και άλλοτε με ενθουσιασμό και χαρά τις ευφάνταστες παραστάσεις του Κούζαρου, με καταπληκτικές φιγούρες σε γιγάντιες πολλές φορές διαστάσεις, ρεκλάμες και σκηνικά που καθήλωναν με τη ζωντάνια, την κίνηση και την ορμή που απέπνεαν. Τι να πει κανείς για τα ξεκαρδιστικά γέλια που προκαλούσε, τέλη του 1950-αρχές1960, στο «Θέατρο Μποέμ» του αείμνηστου Θεόδωρου Θεοδωρόπουλου, στα Άνω Πετράλωνα, όταν ζωντάνευε στα χέρια του τον Πασχάλη του Κονιτσιώτη και δούλευε η σανίδα στο κεφάλι του κυρ-Διάολου! Τι να πει κανείς για τις Εικονογραφημένες Αποθεώσεις του στο «Θέατρο ΛΟΥΞ», της λεωφόρου Βουλιαγμένης, όπου συνεργαζόμενος με τον παλαίμαχο Γεώργιο Κουτσούρη, παρουσίαζε το «ΤΡΟΜΕΡΟ ΣΚΥΛΟΨΑΡΟ ΠΟΥ ΕΦΑΓΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ» ή τον «ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ» ή «ΤΟΝ ΟΙΔΙΠΟΔΑ ΤΥΡΑΝΝΟ», κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950!

Την τεχνική της «Εικονογραφημένης Αποθέωσης», κατά τη μαρτυρία του Σωτήρη Σπαθάρη, ο Κούζαρος την εφάρμοζε με επιτυχία ήδη από το 1935 με 36: «…Όταν έπαιζα στην Κηφισιά το χειμώνα και είχα βοηθό μου τον τώρα καραγκιοζοπαίχτη Κούζαρο, μου λέει: Θα παίξουμε την Κυριακή αποθέωση με χαρτόνια την παράσταση του καραγκιοζοπαίχτη Βασίλαρου, την «Χάρη του βασιλιά Κωνσταντίνου». Εγώ θα τα ετοιμάσω όλα αυτά που χρειάζονται. Αφού τα ετοίμασε όλα αυτός, την Κυριακή παίξαμε. Είχαμε επιτυχία…» («Τα Απομνιμονέματα μου», Π.Ε.Π., 2020, σελ.589). Κοσμαγάπητος στα χωρία της Αττικής αναδείκνυε τους λησμονημένους ήρωες της Ελευθερίας των Ελλήνων, στη Χασιά τον «Καπετάν Μελέτη Βασιλείου» και στο Μενίδι τον «Καπετάν Μητρομάρα». Έργα του, για τα οποία διακρίθηκε: «Τα Κανδηλάκια του Άδου», «ο Μετανοημένος Αρχιληστής», «το Τελώνειο της Κολάσεως και ο Καπετάν Νικοτσάρας», «ο Καπετάν Απέθαντος», «ο Άρχων Ροδοσήμα», «το Σαμποτάζ του Μαλτσινιώτη», «η Σούβλιση του Καπετάν Αλή», «το Χέρι του Σουλτάνου», «ο Στρατηγός Βελισάριος», «Η Επουράνιος επιδρομή», «τα Ουράνια Τέρατα», «ο Τρωϊκός Πόλεμος», « οι Άθλοι του Ηρακλέους», «Περσεύς και Ανδρομέδα», «ο Καραγκιόζης εναντίον Φαντομά», που έσπασε ταμεία στους θερινούς Αθηναϊκούς κινηματογράφους από το 1965 έως το 1972,  και τόσα άλλα που με τη δημιουργική του φαντασία έπλασε και με το καλλιτεχνικό του ταλέντο ανέδειξε.

Ο Κούζαρος αυτοχαρακτηρίστηκε ως «Μέγας»! Υπερβολή, θα μας πείτε! Όμως, όποιος προσπαθήσει να καταγράψει με αριθμούς τις φιγούρες σε δέρμα, χαρτόνι, ζελατίνα, τα σκηνικά, τις ρεκλάμες, τα σχέδια στο χαρτί του μέτρου που φιλοτέχνησε κατά παραγγελία συναδέλφων του, τα εργαλεία του που βρίσκονται στη διάθεση Μουσείων της ημεδαπής και αλλοδαπής, σε μικρές ή μεγάλες ιδιωτικές συλλογές ή και σε απλούς φιλότεχνους, όποιος μελετήσει τον αριθμό των παραστάσεων που επινόησε και παγιώθηκαν στο ρεπερτόριο του Θεάτρου Σκιών, τα θέατρα σπουδαίων Καραγκιοζοπαικτών που διακόσμησε στο σύνολό τους- ενδεικτικά αναφέρουμε του Μόλλα, του Γεώργαρου, του Μήτσου του Μώρου, του Βάγγου, του Επτανήσιου, όποιος γνωρίζει την ποιότητα των παραστάσεών του και τον αριθμό των εισιτηρίων που έκοψε στη διάρκεια της δράσης του, όπως και τον όγκο της «Υπηρεσίας» που κατέθεσε στο Ταμείο Συντάξεων Ηθοποιών, για να λάβει το 1973 τη μόνιμη σύνταξή του, τότε, συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω, θα αντιμετωπίσει με κατανόηση αυτόν τον αυτοχαρακτηρισμό: «Κούζαρος ο Μέγας» και δεν θα τον αποδώσει σε κούφια ματαιοδοξία του Καλλιτέχνη. Τέλος, ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει στο συνολικό έργο του Κούζαρου η συστηματική ενασχόλησή του με την Αγιογραφία, που πρόσφερε διέξοδο στις μεταφυσικές του αγωνίες και εξέφρασε τη βαθιά του πίστη στο Χριστό.

Ο Σπύρος ο Κούζαρος έφυγε από τη ζωή τη 13η Αυγούστου του 1992, παραμονές «της Κοίμησης της Θεοτόκου», την οποία τόσες φορές είχε αποδώσει ευλαβικά με το λαϊκό χρωστήρα του.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΣΚΙΩΝ ΚΟΥΖΑΡΟΣ

Related Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *