Η μελέτη της καλλιτεχνικής κληρονομιάς του αείμνηστου Καραγκιοζοπαίκτη των Αθηνών Σπύρου Κούζαρου, 31 χρόνια μετά την αποδημία του, εξακολουθεί να μας εκπλήσσει με διαπιστώσεις σχετικές τόσο με τον τρόπο που έβλεπε και αντιλαμβανόταν τον Κόσμο, όσο και με τον εσώτερο ψυχισμό του, που αποτύπωσε στις φιγούρες, τα σκηνικά, το διάκοσμο του μπερντέ του, στα στιχάκια του…, στα είδη και στους «τίτλους» των παραστάσεων, που επέλεγε να παρουσιάσει στους θεατές του.
Η ματιά του Κούζαρου στη ζωή υπήρξε απλοϊκή, δυϊστική, «Μανιχαϊκή», θα λέγαμε, αφού τα πάντα τοποθετούσε στα πλαίσια της αιώνιας διαπάλης του «Καλού» με το «Κακό». Τι ήταν γι’ αυτόν το υπέρτατο «Κακό»; Η Πείνα ! «…Και η Πείνα μ’ έκανε το φουκαρά να ρέψω και στη ζωή κατάντησα σκουπιδοντενεκές! Ο Κούζαρος με το στανιό με βάζει να χορέψω, αλλά πώς να χορέψουνε αρκούδες νηστικές;» τραγουδούσε κάθε βράδυ με τον Καραγκιόζη του, αυτοσαρκαζόμενος και ενθυμούμενος πως: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…», αφού «άλλος τ’άλλα έχει», κατά τον ποιητή Αρχίλοχο, κι εύκολα μπορεί κάποιος να ξεπέσει από την ευμάρεια στην πενία! Κι αυτό το βασανιστικό αίσθημα της φτώχιας, της καθημερινής, σχεδόν, στέρησης της τροφής στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, της κοινωνικής απόρριψης τον έδεσε παντοτινά με τον πεινασμένο Καραγκιόζη, «τον Βασιλιά των Διακονιαρέων», αναδεικνύοντάς τον στα μάτια του ως το δικό του «Σούπερ Ήρωα». Ο Καραγκιόζης θέριεψε στην παιδική φαντασία του Κούζαρου, γιατί, αν και γουργούριζε η κοιλιά του και είχε να φάει από «την παραμονή του Λαζάρου και Λάζαρος που ερχόταν, χρόνος…», εν τούτοις πάντα αυτός, ο ξυπόλητος καμπούρης, ο χίλιο-μύριο μπαλωμένος, αναδεικνυόταν ο νικητής της ζωής, υπερφαλαγγίζοντας με την ευφυΐα του κάθε επαίσχυντη αδικία και του πλέον ισχυρού, που καταδίκαζε σε ανέχεια και πείνα τους ανίσχυρους, και εξουδετερώνοντας με την πανουργία του κάθε επίβουλο, που ήθελε ν’ αρπάξει απ’ τον κοσμάκη το βιός και την ελευθερία του. Ο ίδιος παρέμεινε σ’ όλη του το βίο ολιγαρκής, έχοντας ως ιδανικό του το: «.. τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον…». Όμοια και ο Καραγκιόζης του διαρκώς τον άρτο εξυμνούσε: «…Κουλούρα μελιστάλαχτη, Φραντζόλα μου αφράτη, απ’ τον καιρό που πείνασα σάς έβαλα στο μάτι…»! Ή σε άλλη περίσταση όλο απορία ρωτούσε το φούρναρη: -«Φούρναρη, δικά σου είναι τα ψωμιά;» -«Ναι.»- «και δεν τα τρως;» Πιστεύοντας στη βλαπτική επίδραση της φιλαργυρίας συχνά στις παραστάσεις του με κωμικό τρόπο παρουσίαζε το Διάβολο να προσπαθεί να ξεμυαλίσει τον πάμφτωχο Καραγκιόζη τάζοντάς του πλούτη και μεγαλεία, αρκούσε μόνο ν’ αρνηθεί, έναν-ξυπόλητο κι αυτόν-φίλο του: « …τον Άνθρωπο που εδίκασαν οι δίκαιοι κριταί τω καιρώ εκείνω…»! Ο Καραγκιόζης, φυσικά, επέλεγε «τον Χριστούλη» και με το Σταυρό κάθε βράδυ έσκαγε επί σκηνής το Διάβολο! Ο Σταυρός υπήρξε το «Σήμα κατατεθέν» του Κούζαρου, η «υπογραφή» του! Δεν υπάρχει φιγούρα του που να μην τον έχει αποτυπώσει περισσότερες από μία φορές, από τη γραβάτα του Καραγκιόζη του το 1950, μέχρι και πάνω στους Σατανάδες, σαν κι αυτόν που φιλοτέχνησε για το Μίμη το Μάνο το 1975! Ο Σταυρός όχι μόνο δέσποζε στη διακόσμηση της σκηνής του, αλλά ως σταθερό μα πολυποίκιλο μοτίβο έστεφε την κεφαλή των μαχητών της Ελευθερίας, θωράκιζε το στέρνο τους, ατσάλωνε το σπαθί τους, προστάτευε τις κνήμες τους, φανερώνοντας στους αντιπάλους τους σε κάθε σπιθαμή της μορφής τους την ακλόνητη θέλησή τους για αυταπάρνηση και θυσία. Μα κι ο μικρός ξύλινος Σταυρός στην είσοδο του φτωχικού του-που την εποχή της «αντιπαροχής» και της πολυκατοικίας λίγο απείχε σε εμφάνιση από την «Καλύβα του Καραγκιόζη» στην οδό Ιωάννου Μέρλα 14, στους Αγίους Αναργύρους-διαλαλούσε την πίστη των ενοίκων του. Σ’ αυτή την ταπεινή καλύβα, το «εκκλησάκι» του όπως το αποκαλούσε, ο Κούζαρος από το 1942 έπλασε με τα χέρια του αθόρυβα, εργαζόμενος ακατάπαυστα με το σφυρί και το κοπίδι, το πινέλο και το χρώμα έναν θαυμάσιο-από χαρτόνι, πανί, ζελατίνα, δέρμα, χαρτί-πολυδαίδαλο πολύχρωμο κόσμο, που ξεχείλιζε από φαντασία και ιστορικότητα, ηρωϊσμό και αυταπάρνηση, θρησκευτικότητα και αγιότητα, καλύπτοντας όλο σχεδόν το φάσμα της Ελληνικής Παράδοσης και της σύγχρονης ζωής. Όταν το καλοκαίρι του 1971 τον επισκέφθηκε ο παιδικός του φίλος, κουμπάρος του και πασίγνωστος τότε Καραγκιοζοπαίκτης Παναγιώτης Μιχόπουλος, αφού θαύμασε τα έργα του, μαθημένος αλλιώτικα παρατήρησε πικρόχολα: «Εδώ, Σπύρο μου, στην Τσούμπα, μόνο ο Θεός σε βλέπει»!
Ο Κούζαρος ποτέ δεν έθεσε ως απαρέγκλιτο στόχο ζωής την «ΕΠΙΤΥΧΙΑ», την «άνευ όρων» αλλαγή ή βελτίωση της οικονομικής ή κοινωνικής του θέσης, επιδεικνύοντας καιροσκοπισμό, ευτελίζοντας ή συρρικνώνοντας την Τέχνη του, ή εμπορευματοποιώντας την, καθιστώντας την προϊόν ευρείας κατανάλωσης, για να τα ‘κονομήσει. Η αποθανάτιση της φωνής ή των παραστάσεών του μέσω των «οπτικο-ακουστικών μέσων» του καιρού του και η εμπορική τους εκμετάλλευση όχι μόνο δεν τον κολάκευε, αλλά τον άφηνε παγερά αδιάφορο, απορρίπτοντας δελεαστικές προτάσεις. Ο λόγος ήταν απλός, δεν ορεγόταν τις «κονσέρβες», κι ούτε θα τάϊζε τον κόσμο, που τόσα χρόνια θεάτριζε με τις αλλιώτικες παραστάσεις του και τις πρωτόγνωρες φιγούρες του, με τα μονότονα «αποφάγια» ή τα «υποκατάστατα» μιας Τέχνης που είναι ζώσα. Εξάλλου, πώς να χωρέσουν σ’ ένα δισκάκι-και με τι αντίτιμο-τα βιώματα κι οι συγκινήσεις ή το δραματικό εύρος μιας «ζωντανής» παράστασης, που για να τα κερδίσει ο Καλλιτέχνης Κούζαρος απ’ τους μεγάλους δασκάλους του δαπάνησε δίπλα τους μια ζωή; Η μαγική υπερβατική επίδραση της παράστασης ξεκινούσε με το άναμμα του Μπερντέ απ’ τον ίδιο ως «Ιεροφάντη» και «Εύμολπο» και τελείωνε μετά από δύο και πλέον ώρες ακατάσχετης ψυχαγωγίας και ονειρικής μετάστασης των θεατών σ’ άλλους καιρούς και τόπους, όταν αργά πια τη νύχτα ο Καραγκιοζοπαίκτης τους αποχαιρετούσε: «…Καληνύχτα σας πέεεεερα για πέρα, από ‘δω μέχρι τα κονάκια σας και τα παπλωματάκια σας». Γι’ αυτό ως το τέλος του βίου του έβγαζε το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου και τη γοητευτική μαστοριά του: ζωγραφίζοντας εικονίσματα Αγίων, τάματα των ευσεβών Χριστιανών, σκαλίζοντας στο χαρτόνι υπέροχους πασσάδες, βάφοντας στο δέρμα ρωμαλέους καπετάνιους, σχεδιάζοντας στο χαρτί τα γεννήματα της καλπάζουσας φαντασίας του, παίζοντας ξεκαρδιστικά ή συγκινητικά, πάντα καλεσμένος, σε νεολαιΐστικες, καλοκαιρινές ή κοινωνικές εκδηλώσεις σε πλατείες, πάρκα, άλση…. ως τα στερνά του.
Με επίγνωση της ματαιότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων, χάρηκε τις όποιες όμορφες στιγμές του χαρίστηκαν και υιοθετώντας τη λογική του Βιβλικού Ιώβ απέναντι στις συμφορές, που πλήθος του επιφύλαξε η ζωή, χωρίς δική του υπαιτιότητα, τις υπέμεινε αγόγγυστα, λέγοντας πάντα: «Δόξα σοι, ο Θεός»!