Η ιστορία του Καραγκιόζη

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΒΡΑΔΙΕΣ ΣΤΑ ΔΡΟΣΕΡΑ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΘΕΑΤΡΑ

Απ’ τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ως και τις μέρες μας δεν πέρασε ένα καλοκαίρι στην Ελλάδα χωρίς τη συντροφιά του Καραγκιόζη. Το Πάσχα ή η Πρωτομαγιά αποτελούσε το ορόσημο για το πέρασμα από την χειμερινή στη καλοκαιρινή σεζόν. Και τότε, καιρού επιτρέποντος, έστηναν οι Καραγκιοζοπαίκτες τα θερινά τους θεατράκια σε αλάνες συνοικιών, δροσόλουστους κήπους του κέντρου, πλατείες με μικρά καφενεδάκια, παραθεριστικά κέντρα και λουτροπόλεις, θερινούς κινηματογράφους στο κέντρο και στα απόκεντρα. Η διάρκεια των παραστάσεων Καραγκιόζη σε κάθε στέκι κυμαινόταν από ένα μήνα ως το τέλος του καλοκαιριού. Η εναλλαγή συνέφερε και τους θεατρώνες και τους Καραγκιοζοπαίκτες. Πρέπει να ήσουν «μεγάλο όνομα» και κοσμαγάπητος, για να σταθείς μια ολόκληρη σεζόν στον ίδιο τόπο.

Στα χρόνια τουλάχιστον που έζησα, επίκεντρο των συμφωνιών και συμπράξεων ήταν συχνά το καφενείο του Γιώργου, στο ισόγειο του Σωματείου Καραγκιοζοπαικτών, : στη Σοφοκλέους 48. Εκεί οι παλαιότεροι και ανήμποροι πια καλλιτέχνες εμπιστεύονταν τα μόνιμα θέατρά τους στους νέους και δραστήριους, που σίγουρα θα τους εξασφάλιζαν κέρδη. Αλλά και κινηματογραφιστές, θεατρώνες ή καφετζήδες έκλειναν δουλειές, είχε ψωμί για όλους.

Πριν λοιπόν το Πάσχα άρχιζε ο ευπρεπισμός του Θεάτρου Σκιών: άσπρισμα και νέα διακόσμηση στο περιτοίχισμα, στρώσιμο της πλατείας με άσπρο χαλικάκι, οι «Καρεκλάδες» έπλεκαν τα όποια φθαρμένα καθίσματα με ψάθα ή πολύχρωμες πλαστικές λουρίδες, ο μπουφές, το ταμείο, η θέση του επόπτη εισιτηρίων, όλα στην εντέλεια. Με τις αναστάσιμες καμπάνες συχνά ηχούσε και το κουδούνι της πανηγυρικής έναρξης του Καραγκιόζη. Πολύχρωμες ρεκλάμες τραβούσαν σα μαγνήτης τους πιτσιρίκους μα και τους μεγάλους, οι ευφάνταστες ζωγραφικές συνθέσεις του καραγκιοζοπαίκτη και καλλιτέχνη θεάτρου σκιών Κούζαρου προσέλκυαν και τους πιο δύσπιστους. Καθώς βράδιαζε, ουρά απέξω οι θεατές να κόψουν εισιτήρια: άντρες φρεσκοξυρισμένοι, καλοκουρεμένοι με τα άσπρα κολλαριστά πουκάμισά τους και το παντελόνι με ξυράφι την τσάκιση, κυρίες με τα καλοκαιρινά χρωματιστά, ανάλαφρα φορεματάκια τους, με τα μωρά στα καροτσάκια, πλήθος πολύβουο το παιδομάνι που έτρεχε να πιάσει, με το χωνάκι τα στραγάλια στο χέρι, θέση μπροστά, μπροστά.

ΤΡΕΞΑΤΕ ΟΛΟΙ, ΓΕΛΙΑ ΧΑΡΑ,
ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΝΕΟΝ ΕΡΓΟΝ!
ΑΠΟΨΕ: «Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΗΡΩΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΦΑΝΤΟΜΑΣ»
Γενική Είσοδος: Δραχμαί 5

Στο ταμείο, συνήθως η γυναίκα του Καραγκιοζοπαίκτη, δεν προλάβαινε να κόβει εισιτήρια, υπό το βλοσυρό βλέμμα του οικονομικού εφόρου, έτοιμου πάντα να κόψει πρωτόκολλο, αν υπερέβαινε τα τυπωμένα. Δίπλα ο γέροντας θεατρώνης, απόμαχος πιά, δεχόταν ευχάριστα τους χαιρετισμούς παλιών φίλων και θαυμαστών. Και μέσα στο πάλκο ο Καραγκιοζοπαίκτης με το μικρό του γιό και το βοηθό του, ετοιμαζόταν να αρχίσει την παράσταση. Μέχρι να σκοτεινιάσει καλά, τον πρώτο λόγο είχε Ο ΑΜΙΜΗΤΟΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ, του αείμνηστου Χρήστου Κονιτσιώτη, οι ξύλινες κούκλες του οποίου, κάθε βράδυ, χρόνια μετά τον θάνατό του, έπαιρναν ζωή στα χέρια του άξιου συνεχιστή του. Ο Φασουλής στις δόξες του λοιπόν, πότε συμπλεκόταν με τον σπιτονοικοκύρη, πότε με τον αποσπασματάρχη, πότε με τη μάγισσα Ταρταρούγα, πότε με το θηρίο του αραχνιασμένου σπηλαίου, …… χαρίζοντας τα πρώτα γέλια. Πανζουρλισμός επικρατούσε, όταν πλάκωνε τους αντιπάλους του, με τη σανίδα, το τηγάνι, ένα μικρό ντενεκέ ….. μ’ ότι έβρισκε μπροστά του στριφογυρίζοντας θριαμβευτικά την φούντα στο ψηλό του κόκκινο φέσι και υποκλινόμενος στα δυνατά χειροκροτήματα.

 Όταν κατά τις εννιά άναβαν τα φώτα του μπερντέ, ο πελώριος δερμάτινος Μπαρμπαγιώργος του Μανωλόπουλου – γνήσιο τέκνο του Ρούλια, του Εύζωνα Ιωάννη απ’ τον Κραβασαρά –  καθήλωνε τους θεατές με το «Ωπ! Κι ένας λαγός …». Κολλητήρια και Καραγκιόζης πάνω σε ποδηλατάκια, αυτοκινητάκια ….., αφού έκοβαν την χολή του μπάρμπα τους του Βόιδι, ανάγγελαν την παράσταση, που άρχιζε «… με καρπαζά βαρβάτη πάνω στην κλούβια κεφαλή του κύρ Χατζαιβάτη», που με τον αξιωματικό του Σαραγίου ξετύλιγαν την υπόθεση,  όπου θριάμβευε ο Καραγκιόζης. Ο ξυπόλητος καμπούρης με το ένα μάτι και τα παράταιρα πόδια, κάθε βράδυ αντιμέτωπος και με μια νέα πρόκληση, άλλοτε έλυνε τα αινίγματα της Βεζυροπούλας, άλλοτε την γιάτρευε, άλλοτε την έκλεβε! Δεν δίσταζε να εξαπατήσει τον Πασά παριστάνοντας τον Προφήτη ή πείθοντάς τον ότι η ψημένη χήνα πέταξε. Με μοναδικό θάρρος νικούσε πρωτοφανή όντα: το ιπτάμενο σκυλόψαρο, το χταπόδι του μαύρου σπηλαίου, ή και τους εξωγήινους κατά την επουράνιο επιδρομή. Πρωτοπαλίκαρο του Διάκου, του Μπότσαρη, του Κολοκοτρώνη συμμετείχε στους εθνικούς θριάμβους, αλλά και συνέπασχε στα εθνικά δράματα. 

Αυτό το απέραντο ρεπερτόριο δρόσιζε και ξεκούραζε όλο το καλοκαίρι το κοινό, καθώς ο αληθινός καλλιτέχνης με μαεστρία το ταξίδευε σ’ άγνωστους τόπους και σε περασμένους καιρούς, χωρίς να παραλείπει να το ευχαριστήσει με μια μικρή επιπλέον κωμωδία πριν του ευχηθεί: «Καληνύχτα σας πέρα για πέρα, από δω μέχρι τα σπιτάκια σας και τα παπλωματάκια σας».

ΤΑΣΟΥ ΚΟΥΖΑΡΟΥ

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ – ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΕΠΙΣΗΣ...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *