Η ιστορία του Καραγκιόζη, Χωρίς κατηγορία

«Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΡΙΝ ΓΙΝΕΙ ……ΜΕΓΑΣ !!!» ΜΕΡΟΣ Γ’

ΜΕΡΟΣ Γ’

Κτυπώντας μια στο καρφί και μια στο πέταλο των κατορθωμάτων του Αλεξάνδρου συνεχίζει στο Νέο Αιώνα και ο Ελευσίνιος μαθητής του Μπράχαλη Χρήστος Κόντος παίζοντας: «την απόδρασιν του Μακεδόνος» στις 18 Αυγούστου και «ο θάνατος του όφεως υπό του Μεγάλου Αλεξάνδρου της Μακεδονίας» το Σάββατο 26 Αυγούστου.

Ο Κόντος και τα δύο επόμενα καλοκαίρια, του 1901 και 1902, θα παρουσιάσει στο Μεταξουργείο και τη Δεξαμενή το «Έρως και Εκδίκησις» ή «η Κακούργος Κόρη» ή «η Κακούργος Ασπασία», όπου δεν θα διστάσει να παρουσιάσει «τον Μέγαν Αλέξανδρον τον Μακεδών» στο λαό ως ένα αρνητικότατο, εγκληματικό χαρακτήρα «…ως άνθρωπο συχνάζοντα εις το καφενείον «το Νέον Κέντρον»…», να εξαγριώνεται και να αναγκάζει την Χαϊριέ (Ασπασίαν) να τυφλώσει τον πατέρα της, διότι δεν έδινε τη συγκατάθεσή του για το γάμο. Και στο αποκορύφωμα του εξευτελισμού του Αλεξάνδρου ο Κόντος τον εμφάνιζε να καταφθάνει και με κουμπουριά, που κατατρόμαζε τη Δεξαμενή, να φονεύει την κακούργα Ασπασία! Και αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή, που «ο Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» εξέδιδε για το λαό την «Ιστορίαν του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Η αγραμματοσύνη κι ο αγοραίος χαρακτήρας του Κόντου, ίσως, δικαιολογούν ως ένα σημείο αυτή του την παράβαση.

Το καλύτερο έργο των Θεατριδίων του Φασουλή στις συνοικίες, το Καλοκαίρι του 1903, αναδεικνύεται το «Φείδι»: “H μικρότερη κόρη του κυρίου Κολοκύθα αγαπά τον Ιππότην Αλέριον. Μία ημέρα, ενώ περιπατούσε στον κήπο, βλέπει ένα φείδι να περιελίσσεται στον κορμό ενός δένδρου. Έντρομη καλεί σε βοήθεια τους υπηρέτες, αλλ’ αντ’ αυτών εμφανίζεται ο Ιππότης Αλέριος, ο οποίος σύρει το ξίφος, φονεύει τον όφιν, αρπάζει την εκλεκτή της καρδιάς του και φεύγει πηδώντας απ’ τα κάγκελα του κήπου της επαύλεως”.

Και στο «Οθωμανικόν Θέατρον», που λειτουργούσε δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Μαρούσι τον Αύγουστο του 1903, έπαιξε ο πρωτοεμφανιζόμενος Αθανάσιος Δεδούσαρος το «Θεριό»: “….Επί της προχείρου σκηνής του εις το πανί της οποίας ζωγραφίζεται ένας αμούστακος Ιππότης σκοτώνων το «Θεριό» αναγιγνώσκονται «Οθωμανικόν Θέατρον-Ο παραστάνον Αθ. Δεδούσαρος»”.

Σταδιακά, κι όσο ο Μακεδονικός Αγώνας κορυφωνόταν και οι άλλες απελευθερωτικές προσπάθειες των Αλυτρώτων αποζητούσαν τη δικαίωσή τους, τόσο κι ο Καραγκιόζης και οι «αμίμητοι Καλλιτέχνες» του προκαλούνταν να αναμετρηθούν με την Ιστορία, χωρίς να τα καταφέρνουν καθόλου καλά στην πλειοψηφία τους. Έτσι, προκαλούσαν στο Αθηναϊκό κοινό όχι μόνο θυμηδία, αλλά και οργή, φθάνοντας στο σημείο να καλεί, σε επιστολές διαμαρτυρίας του προς τον Τύπο, την Αστυνομία να τους σταματήσει! Στον Μπερντέ, δυστυχώς, ταλαιπωρήθηκε τη σαιζόν του 1906 η ιστορική μνήμη των: Κατσαντώνη, Διάκου, του Εθνομάρτυρα Παύλου Μελά…κι όσο για τον Μακεδόνα Ήρωά μας….εμφανιζόταν: «…εις Άλλην σκηνήν Ο Μέγας Αλέξανδρος, καταβροχθιζόμενος από το Θηρίον (να) κλαίει την μοίραν του με ένα περιπαθέστατον γιαρέν!…».

(Αμάν …,Αμάν!! Βοήθα, Χριστέ και Παναγιά, κι ένα Θεριό με
πνίγει…αμάν…αμάν\ να το σκοτώσω δεν μπορώ, να φύγω δεν
μ’ αφήνει, αμάν…αμάν! σ.σ.)

Γι’ αυτήν την ασέβεια προς την Εθνική Ιστορία πολλοί απαιτούσαν: «….Η Αστυνομία πρέπει να επέμβη και να απαγορεύση την ανάμειξιν εις τα δρώντα πρόσωπα του Καραγκιόζη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπερ πράγματι γελοιοποιείται τοιουτοτρόπως, διότι ουδέποτε ούτος εγνώρισε τον Καραγκιόζην και ούτε διά στρατηγημάτων εφόνευσε τον ληστήν Ανδρέαν Πασσαδόρον και τους φίλους του και ηλευθέρωσε την Βασιλοπούλαν ήν είχον αρπάσει και πολλά άλλα…»

Κι από τα «Στρατηγήματα» με ευκολία και χωρίς ενοχές για τις ιστορικές ανακρίβειες, για να “βγει κι ο Επιούσιος” τον Ιούνιο του 1908 …, «ο στυγνός και απαίσιος κουρελής έψαλλεν σ’ όλους τους τόνους της βραχνιασμένης του φωνής το πρόγραμμα, ωσάν τελάλης διαλύσεως -Ορίστε, κυρίες και κύριοι, παράστασις ….Πρωτοφανές! «Τα κατορθώματα του Μεγ’ Αλέξαντρου». Σαράντα και να μπαίνετε μετά φόρο και άνευ μαξιλάρι. Τα παιδάκια δωρεά. Ορίστε, κυρίες και κύριοι…».

Κι ας μη φαντασθούμε πως σ‘ αυτή τη φωτισμένη με καπνίζοντα δαδιά καραγκιόζικη παράγκα διαδραματίστηκαν επικές σκηνές απ’ τον Στρατηλάτη και το πρωτοπαλλήκαρό του, τον Αντίοχο, με δράκους και τέρατα, γοργόνες και γίγαντες, βγαλμένες απ’ τη «Φυλλάδα» ή το «Συναξάρι», που διάβαζε ο πρωτοψάλτης Μίμαρος στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου! Αντιθέτως: «…πριν γίνει ακόμη ξακουστός και παινεμένος Βασιληάς, που τον φοβώτανε Ανατολή και Δύσι και τον τρέμαν Τούρκοι και Μπουρτζόβλαχοι, ο Μεγ’ Αλέξανδρος αγαπούσε την κυρία Μέλπω, την πεντάμορφη της γειτονιάς του, που είχε κάψει όλων των λογιών τις καρδιές και ξετρελλάνει τόσα παλληκάρια. Κι η Μέλπω σαν να ένοιωθε πως αυτός μόνον της έπρεπε για άντρας της να γίνει, γι’ αυτόν επάσχιζε και επονούσε γι’ αυτόν, στο παραθύρι έβγαινε κάθε πρωί να του πει δυό λόγια και να ρωτήσει «περί το αίσιον της υγείας του», όπως λεν’ οι γραμματιζούμενοι. Ήρθεν η ώρα όμως να χωριστούνε, γιατί ο Αλέξανδρος έπρεπε να πάει στο Παρίσι να σπουδάσει, για να γίνει μεγάλος και τρανός. Κλάμματα κι όρκοι, φωνή και αντάρα, μα ο Αλέξανδρος έφυγε. Πέρασε χρόνος και καιρός, που η Μέλπω κλεισμένη μεσ’ στο σπίτι τον επερίμενε πιστή. Μα έλα που εβουλήθη του διαόλου ν’ αγαπάη την Μέλπω κι ο σιόρ Διονύσιος Φρίγκος αγαθού ποτέ Αγγέλου, που’χει την περβόλα και την σκύλλα την Κανέλλα; Κι όλο της εμηνούσε πως θέλει να την ιδεί, όλο πως έχει νοβιτές για τον Αλέξανδρο και πες-πες την εκατάφερε. Τότε με χίλιες δυό «μπάρτζουλες» κι άλλα λόγια δολερά την έπεισε πως ο Αλέξανδρος την είχε ξεχάσει εκεί στο Παρίσι κι είχε πάρει μιάν Φραντζέζα. -Νοιώθεις τι πα να πει Παρίσι, Τζογούλα μου; Πα να πει… πα να πει…γης μαδιάμ. Πας και χάνεις το μπούσουλα, όγασκε. Πήγε να σκάσει από το κακό της η Μέλπω η καλή σου! Σαράντα ημερόνυχτα έκλαιγε και σπάραζε και χτυπιώτανε. Δεν μπορούσε να βαστάξει. Και επιτέλους πήρε «φαρμακωμένον δηλητήριον» και γλύτωσε απ’ τα βάσανα. Διάλειμμα!

Ρίξτε καμμιά πενταροδεκάρα, ρε παιδιά, για την «κηδεία της Μέλπως» φωνάζει ο Καραγκιόζης. Ο δίσκος γυρίζει γεμάτος και η παράσταση εξακολουθεί. Ο Μεγ’ Αλέξανδρος εγύρισε σπουδαγμένος , μεγάλος και τρανός και πήγε «με το κατ’ ευθείαν» στης Μέλπως, για να γίνουνε οι γάμοι. Σαν έμαθε το θάνατο πολύ του κακοφάνη, λυπήθηκε κατάκαρδα και έτρεξε να τιμωρήσει τον σιόρ- Διονύσιο, που τον πρόδωσε ο Καραγκιόζης. -Μου χρωστούσε κάτι νοίκια ο αφιλότιμος και μού ’χε ψήσει το ψάρι στα χείλη! Επτά ημέρες τον κυνηγούσε και στο ύστερο τον επέτυχε την ώρα που αρροζάριζε τις πομιντορίες του. Τσάφ! Τσούφ δύο….»πιστολιές» και πάρτον κάτω. Έτσι ετελείωσε τον βίον του ο άνομος Ιούδας. Μιλιούνι διαβόλοι επήραν την μαύρη του ψυχή. Και στο τέλος το πυροτέχνημα: Ανάμεσα στο φως δύο βεγγαλικών άγγελοι κατέρχονται εξ ουρανού και στεφανώνουν τον Μεγ’ Αλέξαντρο.

Ο κόσμος χειροκροτεί και φεύγει, ενώ ο Καραγκιόζης αναγγέλλει τον βίον και την πολιτείαν του Καπετάν Γκρη». ΠΑΡΙΣΙΝΟΣ 8 Σημειωτέον ότι εκείνο τον καιρό ο Καραγκιοζοπαίκτης Δημήτριος Πάγκαλος έπαιζε δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Κηφισιάς!

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Απ’ όσα παρουσιάστηκαν επισημαίνουμε ότι, κατά πάσα βεβαιότητα, αφετηρία των έργων με κεντρικό πρόσωπο τον Μέγα Αλέξανδρο αποτελεί το κοσμαγάπητο ερωτικό δράμα «Φερχάτ και Σιρίν». Η ιστορική του βάση, που ανάγεται στο γάμο του καταδιωκόμενου από τους σφετεριστές του Περσικού θρόνου Χοσρόη του Β’ με την Ειρήνη κόρη του προστάτη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μαυρικίου στα τέλη του 6 ου μ.Χ αιώνα, επέτρεψε σε Ελληνικό περιβάλλον ο Αλέξανδρος, ο κοσμοκράτορας Βασιλιάς της Βαβυλώνας, να υποκαταστήσει τον Πέρση Χοσρόη-Φερχάτ. Το ζωοποιό Νερό, τόσο σπάνιο και πολύτιμο στο Ιρανικό οροπέδιο, και η εξασφάλισή του για τους ανθρώπους απετέλεσε το σύνδεσμο ανάμεσα στον ηρωϊκό άθλο του Αγίου Γεωργίου που εξόντωσε το Δράκοντα, ο οποίος δεν άφηνε κανένα κάτοικο της πόλης Αλαγία, της περιοχής του Ταύρου στη Μικρά Ασία, να πάρει Νερό, με τον ειρηνικό άθλο του Φερχάτ να φέρει το νερό απ’ τις πηγές των Επτά Βουνών στο παλάτι της Σιρίν. Και το ίδιο το στοιχείο του Νερού επέτρεψε να διατηρηθεί και το όνομα Σειρήνη, ως οντότητα που κατά τις παραδόσεις ζει μέσα σ’ αυτό. (Σιρίν ως παραφθορά του Ειρήνη, την βοήθεια της οποίας ως Αγίας επικαλείται ο Αλέξανδρος κατά τη μάχη του με το Θεριό). Η θρυλούμενη μία και μοναδική παράσταση που αποδίδεται στο Μίμαρο ως προς τη σύνθεσή της μάλλον απετέλεσε προϊόν μακράς επεξεργασίας, πειραματισμών και εμπλουτισμού, μέχρι να φθάσει στην μορφή: «του φοβερού Όφι του Αραχνιασμένου Σπηλαίου». Όμως, πολλοί Καραγκιοζοπαίκτες, απ’ την εποχή του Μίμαρου ως το Μόλλα, δεν δίστασαν να παρουσιάσουν τον Αλέξανδρο απ’ τη μια να εμπλέκεται σε ανιστόρητες περιπέτειες, κι απ’ την άλλη ως έναν απλό καθημερινό τύπο ανθρώπου της γειτονιάς με πάθη και αδυναμίες, να ταλαντεύται ανάμεσα στην καθώς πρέπει ζωή και στο…έγκλημα, πριν γίνει …Μέγας!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1.Δημήτρης Μόλλας, «Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002, σελ. 89 και222.
2. «ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ», μηνιαίο περιοδικό πολιτικής και τέχνης,
τεύχος 10, Φεβρουάριος 1986, «ο Ευγένιος Σπαθάρης μιλάει
για τον Μεγαλέξανδρο και τον κατηραμένο όφι», σελ. 71-73.
3.Εμμανουήλ Ζάχος, «η Πιάτσα», Κάκτος,1980, σελ. 169-171.
4.Περιοδικό «Θέατρο», Αφιέρωμα στο Θέατρο Σκιών, Ιούλιος –
Αύγουστος 1963,
5.Γεώργιος Δροσίνης, «Ρούμελη εν τη θαλάσση», ΕΣΤΙΑ,
αρ.401,σελ.564-566.
6.Αναστάσιος Κούζης- Κούζαρος, «Ιωάννης Ρούλιας, ο
διδάσκαλος των καραγκιοζοπαικών 1868-1905 και το Αθηναϊκό
θέατρο Σκιών», Αθήνα
2020.σελ.40,48,70,117,131,144,166,172.
7.Εφημερίδα ΑΘΗΝΑΙ, Τετάρτη 12 Ιουλίου 1906 και Σάββατο
15 Ιουλίου 1906.
8. Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, εσπέρα Σαββάτου 7 Ιουνίου 1908.

 

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΕΠΙΣΗΣ...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *