Η ιστορία του Καραγκιόζη

ΑΡΧΗΜΗΝΙΑ ΚΙ ΑΡΧΗΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ…ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ

Η λαμπρή εορταστική περίοδος του «Δωδεκαημέρου» προσφέρεται να αναβαπτιστούμε στις «Παραδόσεις του Ελληνικού Λαού», όπως τις κατέγραψε και τις ερμήνευσε ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας, Νικόλαος Γ. Πολίτης (Καλαμάτα 3/3/1852 – Αθήνα 12/1/1921), και ιδιαίτερα σ’ αυτές των Καλλικαντζάρων, όπου και ψηλαφούμε τις απαρχές της δημιουργίας του καθ’ ημάς Θεάτρου Σκιών.Ανάμεσα στο πλήθος των ετυμολογικών ερμηνειών της λέξεως Καλλικάντζαρος εστιάζουμε σε δύο: σ’ εκείνη που δηλώνει πως «….Η λέξη δεν ετυμολογείται εκ της τουρκικής ούτε κι ότι υπάρχει άλλη συγγενής λέξη, γιατί το καρακόντζολος είναι παρμένο από την ελληνική εκ του τύπου καρκάντζολος. Μάλιστα το ότι οι Τούρκοι έχουν ακριβή συνείδηση αυτού, πιστεύοντας ότι με το όνομα αυτό δηλώνεται το πονηρό πνεύμα που εμφανίζεται κατά τις ημέρες των χριστιανικών εορτών του Δωδεκαημέρου, αποδεικνύεται από το «Ρούζ Ναμέ», δηλαδή το «παντοτινό καλανδάριο», όπου η επήρεια του πονηρού εκείνου πνεύματος σημειούται σε ημέρες μηνών του χριστιανικού και όχι του οθωμανικού ημερολογίου. Σ’ αυτό στην 25η Δεκεμβρίου προσγράφονται οι λέξεις Εββελί Κόντζολος, δηλαδή πονηρός Κόντζολος, στην δε 6η Ιανουαρίου ακχιρί  Κόντζολος, δηλαδή τελευταία του Κόντζολου, και προστίθεται ότι είναι η ημέρα κατά την οποία οι Κιουφφάρ (δηλαδή οι άπιστοι) βυθίζουν το σταυρό των εις το νερό. Ο εκδότης του ημερολογίου τούτου σημειώνει ότι τη δοξασία περί του Καρακόντζολος παρέλαβαν οι Τούρκοι παρά των Ελλήνων».

Η δεύτερη ετυμολογία που εντυπωσιάζει είναι πως η λέξη αποτελείται από δύο συνθετικά, από τη λατινική Caliga (=στρατιωτικό υπόδημα), εξ ού τα Καλίγια ή Καλίκια, και τη λέξη τσαγγίον, η οποία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους δήλωνε είδος ψηλών υποδημάτων, που περιεσώθη στη λέξη τσαγκάρης. Οι Καλλικάντζαροι πιστεύεται πως έχουν Καλίκια, δηλαδή οπλές τράγων αντί για πόδια ή ότι φορούν τσαγγία, δηλαδή σιδεροπάπουτσα ή τσαρούχια, ή έχουν πόδια γαϊδάρου και ξύλινα παπούτσια, ή πόδια στραβά με την πτέρνα μπροστά και τα δάκτυλα πίσω. Φυσικά ανάπηροι στα κάτω άκρα και με διάφορες στρεβλώσεις και κακώσεις δικαιολογούν μια τέτοια δοξασία, αξίζει στο σημείο αυτό να θυμηθούμε τα παράταιρα και με στραβά δάκτυλα ποδάρια του Καραγκιόζη. Κοινό όνομα προς δήλωση των δαιμονίων του Δωδεκαημέρου είναι και το Παγανός (εκ του λατινικού paganus) που σημαίνει τον χωρικό και τον αστράτευτο και που μετέπεσε να δηλώνει τον Εθνικό, το μη Χριστιανό, τον αβάπτιστο. Όσο για τις σύγχρονες Παγάνα και Παγανιά σημαίνουν περίπολο ανάμεικτη από στρατιώτες και πολίτες για την καταδίωξη ληστών, εχθρών ή για κυνήγι αγριμιών. Θυμηθείτε τον πίνακα του Ρέμπραντ «Η Νυκτερινή Περίπολος».

Ποια όμως είναι η ιστορική βάση απ’ όπου προέρχονται αυτές οι δοξασίες περί δαιμονίων του Δωδεκαημέρου; Ο Νικόλαος Πολίτης εξηγεί πως η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στις τελετές που πραγματοποιούνταν κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, δηλαδή «κατά τας χειμερινάς τροπάς του ηλίου». Τότε η χριστιανική εκκλησία όρισε να τελούνται οι μεγάλες Δεσποτικές εορτές, της Γεννήσεως, της Περιτομής και της Βαπτίσεως του Χριστού, για να αντικατασταθούν οι πολυθόρυβες και δημοφιλείς εορτές των Εθνικών: την 17η Δεκεμβρίου ετελούντο τα Σατουρνάλια, η εντελώς εξελληνισμένη γιορτή των Κρονίων, που για μακρό χρονικό διάστημα εξακολουθούσαν να πανηγυρίζουν οι Χριστιανοί, Ρωμαίοι και Έλληνες. Την 25η Δεκεμβρίου η για πρώτη φορά το έτος 274μ.χ εορτή των γενεθλίων του Αηττήτου Ηλίου (Natalis invicti solis), που θεσπίστηκε επίσημα από τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο Σεβήρο, αλλά η ημέρα εκείνη ήτο κυρίως η Bruma, το χειμερινό ηλιοτρόπιο, που πανηγυριζόταν απ’ τους εκχριστιανισθέντες Έλληνες του Βυζαντινού κράτους μέχρι το τέλος τουλάχιστον του 12ου  αιώνος. Την 1η  Ιανουαρίου ετελείτο η γιορτή των Καλανδών, την 3η Ιανουαρίου τα Βότα ή Βοτά, δηλαδή οι ευχές, που απ’ τον 3ο αιώνα ετελείτο σ’ όλο το Ρωμαϊκό κράτος. Την 4η Ιανουαρίου τα Λαρεντάλια, ενώ την 7η η εορτή του Ιανού. Οι χριστιανικές εορτές δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν τις εθνικές και μετά την παντελή επικράτηση του Χριστιανισμού για πολλούς αιώνες πανηγυρίζονταν ετησίως αυτές Ελληνικώτερον όπως αναφέρει εκκλησιαστικός συγγραφέας.

ΚΑΛΑΙΝΔΑΙ

Η πιο επίσημη και λαμπρή απ’ τις εθνικές εορτές που ετελούντο κατά τους Βυζαντινούς Χρόνους ήταν η των Καλανδών στο μέσο του Δωδεκαημέρου. Επί Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235μ.χ) συγκαταλεγόταν στις πιο μεγάλες γιορτές. Κατά τον 4ο αιώνα έγινε «κοινή εορτή απάντων οπόσοι ζώσιν υπό την των Ρωμαίων αρχήν», όπως λέγει ο Λιβάνιος (Έκφρασις Καλανδών Τόμος 4ος σελ. 1053). Σ’ αυτό μόνο διέφερε ο πανηγυρισμός αυτής μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, ότι δεν γίνονταν θυσίες. Η εορτή είχε ακραιφνώς εθνικό χαρακτήρα και η χριστιανική εκκλησία ανέκαθεν την καταπολέμησε με σφοδρότητα, αλλά μάταια. Περί το έτος 400μ.χ ο Αστέριος Επίσκοπος Αμασείας μας δίνει στον «Λόγο Κατηγορικό της Εορτής των Καλανδών» μία διαφωτιστική εικόνα για όσους πανηγύριζαν αυτή την εορτή, που την αποκαλεί, εορτή «του έξωθεν συρφετού, πολύ συνάγουσαν του Μαμωνά το αργύριον και των άλλων καπηλείαν εφελκομένην την αγοραίον τε και ανελεύθερον». Πρωταγωνιστής της ο πεινασμένος αστικός όχλος, η φτωχολογιά «Δημόται αγύρται», όπως τους αποκαλεί ο Ιεράρχης, άνεργοι, άεργοι, ζητιάνοι, ανάπηροι κάθε λογής κι όλος ο υπόκοσμος απ’ τη μια, κι απ’ την άλλη «οι της ορχήστρας θαυματοποιοί», οι μίμοι, οι ταχυδακτυλουργοί, οι νευροσπάσται, χορευτές και λοιποί διασκεδαστές που ξεχύνονταν απ’ τον ιππόδρομο. Όλοι, για να ψάλλουν δήθεν εγκώμια και επαίνους για τους νοικοκύρηδες συγκροτώντας θιάσους, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι επιμένοντας μέχρι να αποσπάσουν την ελάχιστη αμοιβή και το παραμικρό φαγώσιμο, ιδιαίτερα απ’ τους πλούσιους. Όσο για τους φτωχότερους η γιορτή αποτελούσε αφορμή πενίας και αρχή δυστυχίας, αφού έχοντας προσφέρει στους πανηγυριστές ότι είχαν και δεν είχαν, την επομένη για να επιβιώσουν κατέφευγαν σε δανεισμό. Δεν απουσίαζαν απ’ τον όχλο και τα μικρά παιδιά, τα έκθετα, τα ορφανά, αυτά του δρόμου. Ας θυμηθούμε εδώ τον Πισπιρίγκο (εκ του βλάχικου Pipirigu) με τη σημασία του μικρόσωμου, πονηρού και αεικίνητου παιδιού! Άλλοι απ’ αυτούς φορούσαν τσαγγία, σιδεροπάπουτσα ή τσαρούχια κι άλλοι ξύλινα παπούτσια και ποδοκροτώντας στα πλακόστρωτα προκαλούσαν φόβο και πανικό στους έγκλειστους και στους περαστικούς, ήταν οι τρομεροί Βαβουτσικάριοι, που προκαλούσαν πανδαιμόνιο, καθώς η μία φατρία διαδεχόταν την άλλη και οι φωνές της αναμειγνυόταν με τα όργανα των μεθυσμένων μουσικών, τους ξέφρενους χορούς και τα τραγούδια, τα ασίγαστα γέλια. Αυτού του έξαλλου όχλου θύματα, κατά τον Αστέριο, έπεφταν χωρικοί και ξωμάχοι που είχαν την ατυχία να επισκέπτονται την πόλη εκείνη την ημέρα. Ο όχλος τους τσαλαπατούσε, τους έσπρωχνε, τους ξυλοφόρτωνε, τους άρπαζε ό,τι κρατούσαν στα χέρια, τους διακωμωδούσε με λόγια κι έργα, τους χλεύαζε, τους έλουζε με βρισιές.

Απ’ το συνονθύλευμα αυτό δεν έλειπαν κι όσοι φορούσαν τα βαριά στρατιωτικά υποδήματα, τις Καλίγκες, οι στρατιωτικοί δηλαδή, που ξόδευαν τους μισθούς τους, εκμαυλίζονταν παριστάνοντας τα καμώματα των «σκηνικών», των ηθοποιών δηλαδή, κάνοντας άσεμνες μιμήσεις, περιπαίζοντας τους νόμους ακόμη και την αυτοκρατορική εξουσία. Δεν δίσταζαν να ξεγυμνώνονται παριστάνοντας τις γυναίκες, να κατεβάζουν τον χιτώνα μέχρι τους αστραγάλους τους, να τυλίγουν την ζώνη τους γύρω απ’ τα στήθη, να φορούν γυναικεία παπούτσια, να φτιάχνουν τα μαλλιά τους κότσο, να κρατούν τη ρόκα αντί για το ξίφος και να μιλούν με γυναικεία φωνή. Ακόμη και οι πολυθρύλητοι Ύπατοι συμπαρασύρονταν σκορπώντας όσα είχαν κλέψει κι αρπάξει απ’ το λαό χρησιμοποιώντας κάθε άδικο μέσο, σε ηνιόχους, αυλητές, μίμους, χορευτές, γυναικωτούς, πόρνες, θηριομάχους…….

Όλα τα παραπάνω απαράδεκτα για την Εκκλησία την εξανάγκασαν κατά το τέλος του 7ου αιώνα να τα απαγορεύσει και να τα καταδικάσει με τον 62ο κανόνα της «Εν Τρούλλω 6ης Οικουμενικής Συνόδου». Αυτή η Σύνοδος γνωστή και ως Πενθέκτη, συγκλήθηκε το 692μ.χ επί Ιουστινιανού Β’ στον Τρούλλο του Παλατιού, απ’ όπου και έλαβε το όνομά της. Ανάμεσα στους 102 αυστηρούς κανόνες της, ο 62ος όριζε: «Τας ούτω καλουμένας Καλάνδας και τα λεγόμενα Βοτά και τα καλούμενα Βρουμάλια  ……… καθ’ άπαξ εκ της εκ των πιστών πολιτείας περιαιρεθήναι βουλόμεθα ….». Για όσους επιχειρούσαν να πράξουν κάτι απ’ όσα είχαν απαγορευθεί, αν ήταν κληρικοί απειλούνταν με καθαίρεση, οι δε λαϊκοί με αφορισμό. Οι παλιές συνήθειες είχαν εισχωρήσει μέχρι και σ’ αυτά τα άδυτα της Εκκλησίας και όσοι κληρικοί τις τελούσαν κατά τις εορτές του Δωδεκαημέρου, πρόβαλαν ως δικαιολογία τη μακρά συνήθεια, μεταμφιεζόμενοι σε στρατιωτικούς, σε μοναχούς ακόμη δε και σε τετράποδα! Καμία ανοχή δεν υπήρχε πλέον για ιερείς και μοναχούς που παρακολουθούσαν τις ιπποδρομίες ή τα «Θυμελικά Παίγνια», δηλαδή τις θεατρικές παραστάσεις, ακόμη κι αν ήταν καλεσμένοι σε γάμο έπρεπε να αποχωρήσουν, όταν τυχόν άρχιζαν «τα προς απάτην παίγνια». Αυστηρότατα απαγορευόταν η μεταμφίεση ανδρών και γυναικών που αποτελούσε το χαρακτηριστικότατο γνώρισμα των Βυζαντινών Καλανδών: «..Μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ενδιδύσκεσθαι ή γυναίκα τον ανδράσιν αρμόδιον. Αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά ή τραγικά υποδύεσθε, μήτε το του βδελυκτού Διονύσου όνομα την σταφυλήν εκθλίβοντος εν ταις ληναίς, επιβοάν, μηδέ τον οίνον εν τοις πίθοις επιχέοντας γέλωτα επικινείν, αγνοίας τρόπω ή ματαιότητος, τα της δαιμονιώδους πλάνης ενεργούντος». Ας μη φανταστούμε ότι όλοι οι ιερείς, τουλάχιστον αρχικά, συμμορφώθηκαν με τις αυστηρές επιταγές της εν Τρούλλω Συνόδου. Γι’ αυτό και στα τραγουδάκια που ψάλλουν οι Καλλικάντζαροι, καθώς απέρχονται από τη γη με το φόβο του Αγιασμού, πρωτοστατεί ο Τουρλόπαπας! Όχι ο κοιλαράς, ο χονδρός, ο παχύς ιερέας, αλλά αυτός που προσαρμόστηκε πλήρως με τα άρθρα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι τραγουδούν οι Καλλικάντζαροι τρεπόμενοι σε φυγή:

Φύγετε να Φύγουμε,
τι έφθασε ο Τουρλόπαπας με την Αγιαστούρα του και με την Βρεχτούρα του ……

Έτσι, χρόνο με το χρόνο υποχωρούσαν τα πανάρχαια έθιμα των εθνικών και μετά το 12ο αιώνα φαίνεται πως άνοιξαν δύο δρόμοι, όπου διοχετεύθηκε η φυσική τάση του ορμέμφυτου να γευθεί την άμεση ικανοποίηση. Στον πρώτο δρόμο, αυτόν που άνοιξε η Εκκλησία, διοχετεύθηκε το πάθος για ζωή και τιθασεύτηκε, ωθώντας τη λαϊκή φαντασία να μεταπλάσει τους εορταστές των πανάρχαιων τελετών και εθίμων σε δαιμονικά πνεύματα, σε κακοποιές σκιές που κακομούτσουνες και εκτρωματικές από αρρώστιες, ατυχήματα και ατροφία, ρακένδυτες και λιμασμένες αναδύονταν απ’ τον υπόκοσμο του ιπποδρόμου και τις ρυπαρές απόκεντρες συνοικίες των Βυζαντινών μεγαλουπόλεων, για να ταλαιπωρήσουν και να αρπάξουν ό,τι μπορούν απ’ τους κανονικούς ανθρώπους, ρουφώντας ό,τι προφτάσουν απ’ τη ζωή πριν επιστρέψουν στα έγκατα της γης.

Το δεύτερο δρόμο τον άνοιξαν και τον ακολούθησαν οι λίγοι πρωταγωνιστές αυτών των αυθόρμητων λαϊκών συναγερμών,οι Μίμοι, όταν πια στερήθηκαν κάθε ίχνος ελευθερίας. Δεν μπορούσαν πλέον να κρύψουν την ανωνυμία τους μέσα στο άσυλο του ιπποδρόμου, ούτε στα πλήθη που πλημύριζαν τους δρόμους τις νύκτες των μεγάλων εορτών, ούτε πίσω από τις προσωπίδες στις θεατρικές τους σκηνές, αφού άμεσα κινδύνευαν με αφορισμό. Τι τους απέμεινε για να επιβιώσουν τη στιγμή που ήταν αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν ακόμη και το κατώτερο θεατρικό είδος της Φάρσας; Το μόνο που τους απέμενε, ήταν να κρυφτούν πίσω από τις οθόνες, που και πάλι, όπως σύντομα θα διαπίστωναν, δεν τους διασφάλιζε το ακαταδίωκτο ή και τη σωματική τους ακεραιότητα απ’ όσους διασύρονταν απ’ τις κατηγορίες και τις βωμολοχίες τους. Το είδωλο του σωματότυπού τους ήταν πολύ εύκολο να αναγνωριστεί. Φθάνοντας στα έσχατα όρια υιοθέτησαν τα νευρόσπαστα, τα από ξύλο ή δέρμα καμωμένα, όπου συν τω χρόνω αποτύπωσαν είτε τη δική τους δύσμορφη σιλουέτα ή των διαφόρων αναπήρων συντρόφων τους, των νεαρών ευγενών ερωτύλων που είχαν πέσει θύματα της πλανεύτρας ομορφιάς των Μιμάδων, είτε των στρατιωτών, των γυναικωτών, των Υπάτων, του πλήθους των κοινών γυναικών, των Παλατιανών ή των Πολιτικών! Βλέπετε η πολιτική, ως όρος θεσμικός, διαθέτει μόνο ενικό αριθμό, στο πληθυντικό, οι πολιτικές, που κατά κόρον χρησιμοποιείται στις μέρες μας από δημοσιογράφους και πολιτικούς, δηλώνει τις κοινές γυναίκες!

Μέσα από αυτή τη μακραίωνη και αργόσυρτη διαδικασία διαπλάστηκε η «έσχατη μορφή θεάτρου», το Θέατρο Σκιών. Και την αποκαλούμε έτσι, γιατί ο υποκριτής απομακρύνθηκε στο ακρότατο όριο από την θυμέλη, την ορχήστρα, τη σκηνή και πλέον ανάμεσα σ’ αυτόν και τον θεατή παρεμβλήθηκε το φωτεινό παραπέτασμα, το ανδρείκελο με τη σχαστηρία, τη σούστα δηλαδή που μετέδιδε την κίνηση στο ενεργούμενο απ’ το χέρι του ανδρεικελοπαίκτη, που μπορούσε πλέον να ισχυριστεί πως: «δεν είμαι εγώ που βωμολοχώ, ασχημονώ ή καυτηριάζω τα κακώς κείμενα, αλλά αυτή η φιγούρα».

Το πόσο σχετίζεται η πρωταγωνιστική φιγούρα του Θεάτρου Σκιών με αυτή του Ιθυφαλλικού αρχηγού των Καλλικαντζάρων που πειράζει τις γυναίκες, καταδεικνύει η παράδοση των Αραχωβιτών της Λιβαδειάς, που διακρίνει μέσα στο θίασο των Καλλικαντζάρων κάποιον πάρα πολύ άσχημο, που έχει πολύ δυσανάλογη, σε σχέση με το μικρό του σώμα, μεγάλη στρογγυλή κεφαλή, τεράστιο στόμα απ’ όπου προεξέχει η γλώσσα, εξογκωμένο στήθος και πάρα πολύ μεγάλα αιδοία… είναι δε έξυπνος και επιτήδειος και πάντοτε περιγελά τους συντρόφους του, οι οποίοι γι’ αυτό τον φοβούνται πολύ.

Σε ποιόν άραγε δε θυμίζει η μορφή αυτή του αρχηγού των Καλλικαντζάρων, τη φιγούρα του Καραγκιόζη; Με μία μόνο διαφορά, τη λόρδωση και όχι τη κύφωση.  

ΤΑΣΟΥ ΚΟΥΖΑΡΟΥ

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΕΠΙΣΗΣ...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *